- αμόνιαστος
- -η, -ο1. αυτός που δεν έχει μονιά, που δεν μπορεί να καθήσει κάπου μόνιμα, που ρέπει στον πλάνητα βίο2. αυτός που δεν παραμένει σε μια θέση ή εργασία, αλλά διαρκώς τήν αλλάζει.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + μονιάζω < μονιά*].
Dictionary of Greek. 2013.